ιδανικό αέριο

ιδανικό αέριο
Το αέριο εκείνο για το οποίο ισχύει, για κάθε τιμή πίεσης και θερμοκρασίας, η καταστατική εξίσωση. Είναι ένα αέριο που υπακούει ταυτόχρονα αφενός στον νόμο του Μπόιλ και αφετέρου στον νόμο του Τσαρλς. O πρώτος ορίζει ότι για σταθερή θερμοκρασία και σταθερό αριθμό γραμμομορίων η πίεση του αερίου είναι αντιστρόφως ανάλογη προς τον όγκο του, ενώ ο δεύτερος ότι για σταθερή πίεση ο όγκος μεταβάλλεται ευθέως ανάλογα με τη θερμοκρασία. Οι δύο παραπάνω νόμοι εκφράζονται με τη βοήθεια μιας σχέσης, της λεγόμενης καταστατικής εξίσωσης των ιδανικών αερίων (βλ. λ. καταστατική εξίσωση). Οι παραπάνω προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ένα αέριο ιδανικό ισοδυναμούν, από την άποψη της κινητικής θεωρίας, με το να οριστεί ότι ένα τέτοιο αέριο αποτελείται από σημειακά σωματίδια με πεπερασμένη μάζα, οι διαμοριακές δυνάμεις έλξης των οποίων είναι αμελητέες. Επίσης οι κρούσεις μεταξύ των σωματιδίων του αερίου γίνονται με βάση τους νόμους κρούσης των σφαιρών, δηλαδή δεχόμαστε ότι είναι πλήρως ελαστικές. Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι το ι.α. είναι ένα εξιδανικευμένο μοντέλο, μια επινόηση που συμβάλλει στην καλύτερη μελέτη συστημάτων πολλών σωματιδίων και δεν υπάρχει στη φύση. Με τη βοήθειά του μελετάται, προσεγγιστικά αλλά με ικανοποιητική ακρίβεια, η συμπεριφορά των πραγματικών αερίων. Ένα πραγματικό αέριο που βρίσκεται σε μικρή πίεση και μεγάλη θερμοκρασία προσεγγίζει τη συμπεριφορά του ιδανικού (πρακτικά, τα περισσότερα αέρια σε θερμοκρασία περιβάλλοντος και ατμοσφαιρική πίεση συμπεριφέρονται ως ιδανικά).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρονιακό αέριο — Η υπόθεση ότι τα ελεύθερα ηλεκτρόνια στη στερεά ή στην αέρια φάση αποτελούν ένα αέριο που η κατάστασή του μπορεί να συγκριθεί με την κατάσταση ενός πραγματικού αερίου διαλυμένου μέσα στο στερεό ή το υγρό. Τo πρότυπο αυτό βρήκε εφαρμογή σε θεωρίες …   Dictionary of Greek

  • Βαν ντερ Βάαλς, Γιοχάνες Ντίντερικ — (Johannes Diderik Van der Waals, Λέιντεν 1837 – Άμστερνταμ 1923). Ολλανδός φυσικός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Λέιντεν το 1865. Πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα το 1873 και έγινε καθηγητής στο Ντέβεντερ, στη Χάγη και μετά στο πανεπιστήμιο… …   Dictionary of Greek

  • Μπόιλ, Ρόμπερτ — (Robert Boyle, Λίσμορκασλ 1627 – Λονδίνο 1691). Ιρλανδός χημικός. Σπούδασε στο Ίτον, φοίτησε στα σημαντικότερα ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά κέντρα και διέμεινε αρκετό διάστημα στην Ελβετία και στη Φλωρεντία, όπου ασχολήθηκε εκτενέστερα με τις εργασίες… …   Dictionary of Greek

  • ιδανικός — ή, ό (Α ἰδανικός, ή, όν) αυτός που συλλαμβάνεται μόνο με αφηρημένη σκέψη και δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, αυτός που υπάρχει κατ ιδέαν (α. «ιδανικός έρωτας» β. «τὸν ἰδανικόν κόσμον») νεοελλ. 1. αυτός που μπορεί να χρησιμεύσει ως πρότυπο, ο… …   Dictionary of Greek

  • τέλειος — Επίθετο του Δία στην Τεγέα. Ο Τ. Δίας ή Τ. Ζευς ήταν προστάτης του γάμου. Κατά τον Παυσανία υπήρχε στην Τεγέα τετράγωνο άγαλμά του. * * * α, ο / τέλειος, εία, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τελεία Ν, και τέλεος, έα, ον, Α 1. αυτός που έχει φθάσει στον… …   Dictionary of Greek

  • θερμοδυναμική κλίμακα θερμοκρασιών — Θερμοκρασία η οποία προκύπτει εάν χρησιμοποιήσουμε ως θερμομετρικό σώμα το ιδανικό αέριο. Πρακτικά, αρκεί ένα αέριο σε χαμηλή πίεση και θερμοκρασία πολύ υψηλότερη από το σημείο υγροποίησής του. Η βαθμονόμηση ενός τέτοιου θερμομέτρου αερίου… …   Dictionary of Greek

  • ενθαλπία — Μέγεθος που καθορίζει την ενέργεια που προκύπτει από την κατάσταση ενός συστήματος και δίνεται από την εξίσωση Η = U + PV, όπου Η η ε., U η εσωτερική ενέργεια του συστήματος, Ρ η πίεση και V ο όγκος. Η ε. ενός συστήματος εξαρτάται από πολλούς… …   Dictionary of Greek

  • θερμόμετρο — Κάθε όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση της θερμοκρασίας. Τα περισσότερα θ. βασίζονται στη διαστολή των σωμάτων με την αύξηση της θερμοκρασίας. Τα σύγχρονα θ. βασίζονται όλο και περισσότερο στη μεταβολή της ηλεκτρικής αγωγιμότητας ειδικών ημιαγωγών… …   Dictionary of Greek

  • λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”